-
1 μαδάω
2 of hair, fall off, Ael.NA15.18; of persons, to be bald, Ar.Pl. 266, Longus 3.32, cf. Gal.16.88;μ. τὰς τρίχας Sotion p.186
W.;ἐάν τινι μαδήσῃ ἡ κεφαλή LXX Le.13.40
: abs., ἐὰν μαδήσῃ if there is baldness, Hp.Mul.2.189.
См. также в других словарях:
μαδώ — (AM μαδῶ, άω, Μ και μαδίω και μαδιῶ και μαθῶ) 1. (για τρίχες, φτερά, φύλλα κ.λπ.) (αμτβ.) πέφτω («μαδήσανε τα πούπουλα») 2. (για πρόσωπα ή πράγματα) (αμτβ.) αποβάλλω, χάνω τις τρίχες, τα φτερά, τα φύλλα μου («ἐὰν δέ τινι μαδήσῃ ἡ κεφαλὴ αὐτοῡ,… … Dictionary of Greek